-
1 κόνις
κόνις, ιος u. εως, ἡ, Staub; κεῖτο (der Gefallene) κόνιος δεδραγμένος Il. 13, 392; οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαϑός τε κόνις τε, d. i. unzählbar Vieles, 9, 385; κόνις δέ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc. 62; Pind. Ol. 8, 80; χϑονία Aesch. Spt. 718; διψία, κάσις πηλοῦ Ag. 481; ὁρῶ κόνιν (also wie κονιορτός, Staubwolke) ἄναυδον ἄγγελον στρατοῠ Suppl. 177; βαϑυσκαφεῖ κόνει κρύψον Soph. El. 427, u. so öfter vom Begraben, Bedecken mit Erde; κόνει φύρουσα κάρα Eur. Hec. 496, das Haupt mit Staub bestreuen war Zeichen der Trauer; μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Plat. Rep. X, 614 d; häufiger in späterer Prosa, wie Luc. D. Hort. 1, 3 (vgl. κονία, das in Prosa üblichere Wort). – Asche scheint es zu bedeuten, εὕδει, ὅϑι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ ἐν κόνι, ἄγχι πυρός, Od. 11, 189, wie κόνιν αἰϑαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il. 18, 23; Theocr. 24, 91; Luc. de luct. 19. – [Bei den Tragg. ist ι lang in κόνῑν, Aesch. Suppl. 180 Prom. 1086, u. in κόνῑς, Suppl. 764.]
-
2 κόνις
κόνις, ιος, [dialect] Att. εως or εος E.Cyc. 641, ἡ: dat. κόνι [var] contr. fr. κόνιι, Il. 24.18, Od.11.191, [dialect] Att. κόνει:—A dust,κόνιος δεδραγμένος Il.13.393
; as an emblem of a countless multitude,εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κ. τε 9.385
;κ. δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes.Sc.62
;κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ A.Supp. 180
; αἷμα κ. πίνει, ἀνασπᾷ, Id.Th. 736 (lyr.), Eu. 647;κ. διψία S.Ant. 247
, 429; of the grave,κ. κατακρύπτει χάριν Pi.O.8.79
, cf. S.OC 406, El. 435, etc.; κόνει φύρειν κάρα, in sign of mourning, E.Hec. 496; ἡ ἐπίχρυσος κ. gold dust, Poll.7.97.2 ashes, ἐν κόνι ἄγχι πυρός Od.l.c.;κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.23
, cf. Theoc.24.93. -
3 ἀμφι-δαίω
ἀμφι-δαίω, Hom. Iliad. 6, 329 ἀυτή τε πτόλεμός τε ἄστυ τόδ' ἀμφιδέδηε, ist um diese Stadt entbrannt; 12, 35 τότε δ' ἀμφὶ μάχη ἐνοπή τε δεδήει τεῖχος ἐύδμητον; – ähnl. νέφος δυςμενέων Ap. Rh. 4, 397; κόνις δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes. Sc. 62.
-
4 ἀμφιδαίω
A kindle around:—only intr. in [tense] pf. and [tense] plpf., burn, blaze around, ; ; of dust,κόνις σφ' ἀμφιδεδήει Hes.Sc. 62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιδαίω
См. также в других словарях:
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek